- αγλαόμορφος
- -η, -ο (Α ἀγλαόμορφος, -ον)1. αυτός που έχει λαμπρή, ωραία μορφή2. ως επίθ. τού θεού Διονύσου (CIG 1, 38).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + μορφή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγλαόμορφος — of beauteous form masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλαόμορφον — ἀγλαόμορφος of beauteous form masc/fem acc sg ἀγλαόμορφος of beauteous form neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλαομόρφου — ἀγλαόμορφος of beauteous form masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλαόμορφα — ἀγλαόμορφος of beauteous form neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλαόμορφε — ἀγλαόμορφος of beauteous form masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… … Dictionary of Greek